- κεντράδι
- τοεμβόλιο δέντρου, μπόλι, ένθεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με σημ. «κεντρί, αγκάθι» + κατάλ. -άδι (πρβλ. γλυκ-άδι, κροκ-άδι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντράδι — το εμβόλιο δέντρου, μπόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντρώνω — (Α κεντρῶ όω, Μ κεντρώνω) [κέντρον] 1. (για έντομα κ.λπ.) τσιμπώ ή τρυπώ με κεντρί, κεντρίζω, αγκυλώνω («αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς» παροιμ. για όσους ενεργούν κρυφά) νεοελλ. 1. (σχετικά με δέντρα) μπολιάζω, βάζω κεντράδι 2.… … Dictionary of Greek